- ἄληπτα
- ἄληπταἄληπτοςnot to be laid hold of: neut nom /voc /acc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἄληπτα — ἄληπτος not to be laid hold of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άληπτος — ἄληπτος, ον (Α) [λαμβάνω] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν νικήσει ή να τόν πιάσει, ακατάβλητος, ασύλληπτος 2. ακατάληπτος, ακατανόητος 3. (στη στωική φιλοσοφία) (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άληπτα τα απαράδεκτα, σε αντίθ. προς τα ληπτά … Dictionary of Greek